- ἐμβάλλεται
- ἐμβάλλωthrow inpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
въданыи — (60) прич. страд. прош. к въдати. 1.В 1 знач.: Ни ѥдинъ же отъ причитаѥмыихъ въ клиросѣ да не облачитiсѩ не въ свою ризоу||... нъ въ одеждахъ да ходить. абиѥ причитаныихъ въ клиросѣ въданыихъ. (ἀπονεμηϑείσαις) КЕ XII, 50 51; Плѣньнымъ ѡ(т)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CORYTOS — apud Papinium Statium, l. 4. Theb. v. 269. trux laevâ sonat arcus et aspera plunus Terga, Cydonaea corytos arundine pulsat: pro pharetra, uti capit Lutatius. Et sic Maro, l. 10. Aen. v. 169. Coritique leves humeris, et letifer arcus. Alias theca… … Hofmann J. Lexicon universale
PHYSCON — cognomen unius ex Ptolemaeis, non ἀπὸ τοῦ φυσᾷν, ut quidam volunt, sed a φύσκη, venter, unde φύσκων, ventriosus. Forte etiam sic appellatus est, quod ad libidinem propensioris naturae esset. Φύσκη enim proprie botulus est, παχὺ ἔντερον, quod… … Hofmann J. Lexicon universale
έμβλημα — Όρος που στην αρχαιότητα σήμαινε τα χρυσά, αργυρά ή χάλκινα διακοσμητικά σχέδια που έφεραν τα μεταλλικά αγγεία ή τα διάφορα άλλα μεταλλικά αντικείμενα, όπως όπλα κλπ. Επίσης ο όρος αφορούσε τα διάφορα ξύλινα ποικίλματα που προσαρμόζονταν στην… … Dictionary of Greek
ενήλατον — ἐνήλατον, το (Α) [ενελαύνω] 1. αυτό που μπήγεται, που εμβάλλεται 2. μακρύ ξύλο, δοκός, δοκάρι 3. στον πληθ. ἐνήλατα τα ξύλινα σκαλιά, που προσαρμόζονται στις μακριές, όρθιες πλευρές τής ανεμόσκαλας («κλίμακος ἀμείβων ξέστ ἐνηλάτων βάθρα», Ευρ.) 4 … Dictionary of Greek
κατακλείδα — η (Α κατακλείς, Α και κατάκλεις και ιων. και επικ. τ. κατακληίς) το τελευταίο μέρος στίχου, συστήματος στίχων ή επιστολής, ο επίλογος ή η στερεότυπη φράση στην οποία καταλήγουν ορισμένου είδους διηγήσεις, π.χ. η κατάληξη τών παραμυθιών («και… … Dictionary of Greek
λυγώς — λυγῶς (πιθ. λυγός ή λυγῶ < δε>ς) (A) [λύγος] (κατά τον Ησύχ.) «ὄργανον ἐν ᾧ τὰ κολλώμενα ἐμβάλλεται, στρεβλωτήριον ὄργανον» … Dictionary of Greek
μαρτυρία — η (AM μαρτυρία [μαρτυρώ] 1. γραπτή ή προφορική, ένορκη ή μη, κατάθεση όσων γνωρίζει ή έχει αντιληφθεί κάποιος σχετικά με μια εξεταζόμενη υπόθεση (α. «έδωσε μαρτυρία για την υπόθεση τού εμπορίου ναρκωτικών» β. «εμβάλλεται μαρτυρίαν ψευδή»,… … Dictionary of Greek
υποπτερνίδα — η / ὑποπτερνίς, ίδος, ΝΑ τεμάχιο ξύλου, σκαμμένο ως θήκη, στο οποίο εμβάλλεται η πτέρνα τού ιστού, κν. σκάτσα τού καταρτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πτέρνα + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. περι κνημ ίς)] … Dictionary of Greek